- ισοδαιμων
- ἰσοδαίμωνἰσο-δαίμων2, gen. ονος (ῑσ)1) равный божеству
(βασιλεύς Aesch.; ἄνθρωποι Plut.)
2) похожий по своей судьбе, подобный своей участью(βασιλεῦσιν Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βασιλεύς Aesch.; ἄνθρωποι Plut.)
(βασιλεῦσιν Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισοδαίμων — ἰσοδαίμων, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεος («ἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.) 2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχη («ἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίμων] … Dictionary of Greek
ἰσοδαίμων — godlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονα — ἰσοδαίμων godlike neut nom/voc/acc pl ἰσοδαίμων godlike masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονας — ἰσοδαίμων godlike masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοδαίμονος — ἰσοδαίμων godlike gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek